μεσόδμη

μεσόδμη
η (Α μεσόδμη και δωρ. τ. μεσόδμα και αττ. τ. μεσόμνη)
1. μεγάλη δοκός η οποία περνάει οριζόντια από τοίχο σε τοίχο και στηρίζει τη στέγη, το μεσοδόκι
2. δοκός που τέμνει εγκάρσια από τη μια ώς την άλλη πλευρά το πλοίο, πάνω από το εσωτρόπιο, η μπικεριά («ἱστόν... κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀεὶραντες», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. σανίδωμα το οποίο ήταν κατασκευασμένο μεταξύ τού πατώματος τής στοάς και τής οροφής
2. στον πληθ. αἱ μεσόδμαι
οι εγκάρσιες δοκοί τής στέγης που στηρίζονταν σε κίονες οι οποίοι χώριζαν τον χώρο τής αίθουσας κάτω από τη στέγη («τοῑχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη < μεσ(ο)-* + -δμ-η (μηδενισμένη βαθμίδα τού θ. δεμ- τού ρήματος δέμω*). Ο τ. μεσόμνη από τροπή τού -δμ- σε -μν-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσόδμη — tie beam fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόδμῃ — μεσόδμη tie beam fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόδμαι — μεσόδμη tie beam fem nom/voc pl μεσόδμᾱͅ , μεσόδμη tie beam fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόδμαις — μεσόδμη tie beam fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόδμην — μεσόδμη tie beam fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόδμης — μεσόδμη tie beam fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • μεσόδμα — μεσόδμᾱ , μεσόδμη tie beam fem nom/voc/acc dual μεσόδμᾱ , μεσόδμη tie beam fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”